Monday

η εμπιστοσύνη

Το νησί είχε καλοκαίρι, όταν φτάσαμε απ’ όλες τις εποχές του γνωστού μας ως τότε κόσμου. Αλλιώτικο καλοκαίρι. Μοσχοβολούσε η πρωινή αύρα βερίκοκο, αχλάδι και κεράσι. Τα δέντρα ωρίμαζαν τους καρπούς τους στη ζεστή νύχτα και το πρωί τραγουδούσαν να μας καλέσουν να τους απολαύσουμε. Κυλούσε ο χυμός τους στον οισοφάγο έχοντας αφήσει δροσιά στον ουρανίσκο και στο στόμα χορτασμό.
Τα πουλιά ξεχώριζαν τ’ αυγά που ήθελαν να κλωσήσουν και μας έδιναν τα υπόλοιπα για τροφή. Ανοίγαμε μια μικρή τρύπα στο τσόφλι και ρουφούσαμε τη θρεπτική και δυναμωτική ουσία, που μύριζε στοργή και είχε τη γεύση της φροντίδας.
Τα ζώα θήλαζαν τα μωρά τους όλη μέρα κι έρχονταν το βραδάκι στις στέρνες που είχε χτίσει η πέτρα σε διάφορα σημεία των βράχων για να τ’ αρμέξουμε. Οι στέρνες είχαν δύο επίπεδα. Το πρώτο με μια ελαφριά κατηφορική κλίση. Στην άκρη, το φυτό της αράχνης σκαρφάλωνε απ’ τις δυο πλευρές κι έπλεκε ένα φίλτρο. Συγκρατούσε εκεί τις τρίχες που έπεφταν στο γάλα από την αδεξιότητά μας στην καινούργια αρχαία δραστηριότητα.
Τα ζώα χαίρονταν την επαφή μαζί μας. Έπαιζαν τρυφερά σαν μωρά παιδιά. Γελούσαν με την αμηχανία μας. Και πήγαιναν κουρασμένα κι ευτυχή κάτω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα της ελιάς να κοιμηθούν. Εμείς πίναμε το γάλα της μητρότητάς τους. Το απλώναμε επίσης στα χέρια και το πρόσωπο ή και σε όλο το κορμί - να ντύνει θεραπευτικά τα όνειρά μας - και σκαρφαλώναμε τους πλάτανους, τις λεύκες και τους ευκάλυπτους, που είχαν πλέξει ψηλά, με τα κλαδιά τους, δώματα για την ανάπαυσή μας.
Κάθε μέρα που περνούσε νιώθαμε την υγεία να κερδίζει έδαφος στο κορμί, τη διαύγεια να καθαρίζει τα σύννεφα του μυαλού. Γρήγορα φάνηκαν οι μεγαλύτεροι να ξανανιώνουν και τα παιδιά να ‘ναι γερά, γεμάτα χαρά και ζωντάνια. Ρόδινα μάγουλα και καθαρά μάτια. Και κάποιοι, που είχαν φέρει μαζί τους προβλήματα πόνους κι ενοχλήσεις, τα είχαν κιόλας ξεχάσει.
Παρατηρήσαμε ότι κάθε τόσο έρχονταν κάποια πρόβατα χωρίς τα μαλλιά τους. Είπαν ότι τα τινάζουν στις σπηλιές, όταν τα ρωτήσαμε. «Θα σας χρειαστεί κλωστή για το χειμώνα.» Ο χειμώνας! Πώς δεν είχαμε σκεφτεί το χειμώνα; Μια αναστάτωση ανησύχησε το ζεστό καλοκαιρινό βράδυ και στη διάρκεια της νύχτας διαδόθηκε σε όλο το νησί. Το πάλλευκο υγρό δεν κατάφερε να προστατέψει τα όνειρα που μας ξύπνησαν το άλλο πρωί.
Κατέβηκα στο ποτάμι να ξεπλύνω το γάλα που είχε στεγνώσει στο κορμί μου και για πρώτη φορά μ’ ενοχλούσε. Η αγωνία του χειμώνα που θα ερχόταν είχε ξυπνήσει στο νου μου τους εφιάλτες που είχα συναντήσει στον παλιό κόσμο. Κι άλλα πρόσωπα γύρω μου σκυθρωπά στο νερό, χέρια που έτριβαν το κορμί τους με βία. Θα πρέπει να ριχτούμε πάλι στο μόχθο, σκεφτόμουν. Και ήξερα ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο αυτή η σκέψη σερνόταν σε όλους.
Πρέπει να προετοιμαστούμε, ωστόσο. Να φτιάξουμε καταλύματα. Να εγκαταστήσουμε θέρμανση. Να υφάνουμε ρουχισμό. Ν’ αποθηκεύσουμε τροφή. Αλλά πώς θα σκάψουμε αυτό το χώμα που τραγουδάει κάτω απ’ το βάδισμά μας; Πώς θα κόψουμε τα δέντρα που μας προσφέρουν τόσο φιλόξενα τροφή και στέγη και μας αφηγούνται αυτές τις γενναιόδωρες ιστορίες; Κι εκείνη τη στιγμή ξαφνικά άκουσα τη σιωπή. Κοίταξα το νερό στις χούφτες μου και είδα ότι το είχα χρωματίσει θλίψη. Σήκωσα τα μάτια στους άλλους και διάβασα την ερωτηματική αναταραχή στο βλέμμα τους.
Το νησί είχε σωπάσει. Ή, η ακοή μας είχε οπισθοχωρήσει πάλι στην ατέλεια. Δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο και πήγα στο δάσος των ευκαλύπτων. Κάθε μέρα ζωγράφιζα έναν κορμό με τα χρώματα απ’ το όνειρό μου. Αλλά όχι σήμερα. Όχι. Όχι, δε θα σκοτείνιαζα εγώ αυτό το αργυρόφαιο ξύλο που έθρεφε χώμα και νερό το δέντρο που κρατούσε στους ώμους του. Τον αγκάλιασα - όσο έφταναν τα χέρια μου - κι έκλαψα. Κοιμήθηκα μέσα στο κλάμα μου ως που εκείνος άπλωσε το χέρι του με τ’ αρωματισμένα χρυσοπράσινα δάχτυλα, χάιδεψε το πρόσωπό μου και με ξύπνησε.
- Εμπιστοσύνη, μονολόγησα. Θέλεις να σου ζωγραφίζω την εμπιστοσύνη που ονειρεύτηκα; τον ρώτησα. Η εμπιστοσύνη έχει τρία χρώματα, του εξήγησα: Το βαθύ κόκκινο της τόλμης του μήλου. Το σκούρο κίτρινο της στερεότητας του κυδωνιού. Και το παλαιό χρυσό της διατήρησης του αποξηραμένου σύκου.
«Εμπιστοσύνη» ψιθύρισε αργά, συλλαβιστά ανάμεσα στ’ αρωματικά, μακριά του φύλλα ο ευκάλυπτος. Μερικές λέξεις φαινόταν να μην τις ξέρουν εδώ. Υποθέτω, δεν τις είχαν ποτέ χρειαστεί.
Πήρε τη λέξη και την επανέλαβε πολλές φορές από κλάρα σε κλαδί κι ύστερα τη μίλησε στον διπλανό κι εκείνος στον άλλο και κατόπιν σε άλλα δέντρα και φυτά και την πήραν οι μέλισσες και οι πεταλούδες από ανθό σε λουλούδι και ως το δειλινό το νησί τραγουδούσε την καινούργια λέξη με όλους τους χρωματισμούς. Και οι άνθρωποι την άκουσαν από την αρχή, σαν καινούργια, στις άπειρες διαστάσεις της.
Το βράδυ, οι πιο δύσπιστοι ανάμεσά μας ρωτούσαμε τα πρόβατα να μάθουμε για τις σπηλιές, να ξέρουμε τι χειμώνας μας περιμένει εκεί. Τα αθώα ζώα γελούσαν με τις αφελείς ερωτήσεις μας: Πράγματι ο χειμώνας έχει κρύο. Αλλά δεν έχουν ιδέα γι’ αυτό το πράγμα που το λέμε “παγωνιά”. Και δεν καταλαβαίνουν γιατί μας τρομάζει τόσο. Άλλωστε, «κυλούν ζεστά νερά μες στα βουνά».

No comments:

Post a Comment