Το οροπέδιο, με τη λίμνη του, ήταν το πιο μεγάλο δώρο που έκανε το νησί στους κατοίκους που φιλοξενούσε. Τους το ετοίμαζε μυστικά για πεντακόσια χρόνια. Λίγοι ζούσαν τότε πια επάνω στο νησί από τους πρώτους ανθρώπους που του έφερε η θάλασσα. Οι περισσότεροι είχαν ήδη υψωθεί στις διάφανες περιοχές.
Σήμερα, χίλια χρόνια μετά την αποβίβαση, μόνο εννέα άνθρωποι, από κείνα τα παιδιά που βγήκαν πέρα απ’ τα κύματα κι έφτασαν στις ακτές πάνω στα επιπλέοντα παιχνίδια, κατοικούν στο οροπέδιο. Κι αυτοί απόψε, μετά το τέλος της πρώτης ημέρας του εορτασμού, θα εκλεπτύνουν την ύλη τους και θ’ αποδεσμευτούν απ’ τη βαρύτητα.
Το νησί γνώριζε απ’ την αρχή το ρόλο του και το σκοπό της γέννησής του, αιώνες πριν τον μεγάλο πανικό, καθώς έβγαζε σιγά σιγά τη γη του πάνω απ’ τον αφρό και τη στέγνωνε στους ανέμους κάτω απ’ τον ήλιο και τα φεγγάρια. Και κράτησε μυστική την ύπαρξή του από τα βλέμματα του κόσμου, όσο προετοίμαζε τα πεδία του ακατοίκητο. Πράγμα που συνέχισε να κάνει κι όταν κατοικήθηκε από τους ελαφρούς και μέχρι σήμερα.
Εκείνους τους καιρούς, για πολλές γενιές, ένας φόβος σερνόταν σε όλον τον κατοικημένο πλανήτη, από χώρο σε χώρα. Οι άνθρωποι δηλητηριάζονταν απ’ αυτόν κι αποδυνάμωναν. Κι όσο αποδυνάμωναν περισσότερο φοβούνταν. Και πάλι απ’ την αρχή, ο φαύλος κύκλος: ο φόβος τους δηλητηρίαζε, το δηλητήριο τους αποδυνάμωνε, η αδυναμία τους φόβιζε. Άνθρωποι γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα σ’ αυτόν το σκοτεινό δακτύλιο του χρόνου. Και τα κύτταρά τους δεν γνώρισαν πώς είναι μια ώρα ζωής δίχως φόβο.
Τα ζώα και τα φυτά, τα νερά και τα πετρώματα, όλα τα πλάσματα και τα πράγματα είχαν ποτιστεί με το δηλητήριο. Η φύση ήταν πολύ θυμωμένη που αναγκαζόταν να δοκιμάζει τη γεύση του φόβου. Και τότε μια μέρα ξέσπασε σε μια μεγάλη κι εκρηκτική επανάσταση. Έφερε τον πλανήτη τα πάνω κάτω. Μια νύχτα χιόνισε τόσο πυκνά στα πέλαγα μες στο κατακαλόκαιρο και χάθηκαν πολλοί παραθεριστές στα νησιά και ταξιδιώτες στα πλοία. Μια μέρα μες στην καρδιά του χειμώνα έβαλε πολύ μεγάλη ζέστη και το μεσημέρι άρχισαν να γλιστρούν τα χιόνια βουνά στις πλαγιές κι ως το απόγευμα ολόκληρα χωριά είχαν χάσει το έδαφος κάτω απ’ τις γειτονιές τους. Άνοιγε τη γη και κατάπινε ότι έβρισκε στην επιφάνεια. Έστελνε θάλασσες και σάρωνε τις ακτές ως και τα μεσόγεια. Βούλιαζε τα βουνά στα φαράγγια τους. Αφάνιζε δάση μες στη φωτιά. Έπνιγε στη βροχή τους κάμπους.
Οι νεκροί έμεναν άταφοι κι οι ζωντανοί δεν ήξεραν πώς να σωθούν. Στο μεταξύ, πουλιά είχαν πετάξει απ’ το νησί σε κάθε τόπο που είχε βυθιστεί στις ταραχές. Προετοιμασμένα για ό,τι συνέβαινε, δεν παρασύρθηκαν σε συμμετοχή κι ούτε στιγμή δεν αμέλησαν το σκοπό τους. Κελάηδησαν το τραγούδι τους πάλι και πάλι, μέρες και νύχτες, εβδομάδες, ακούραστα. Έπρεπε να το ακούσουν όλοι. Οπωσδήποτε να το ακούσουν και ν’ αποφασίσουν ύστερα μόνοι τους. Μα οι περισσότεροι φοβήθηκαν ν’ αφήσουν το φόβο να φύγει. Αυτοί που έφυγαν αλώβητοι μακριά απ’ το κακό ήταν κυρίως παιδιά και ποιητές κι αλήτες. Ήταν εκείνοι που είχαν δεσμούς και ήταν ελεύθεροι από δεσμεύσεις.
φύσηξε το φόβο σου, θα φύγει
λούσου στην αγάπη, θ’ αλαφρύνεις
δώσε στο παιχνίδι σου πνοή
καβάλησέ το, φύγε στο νησί
Γέμισαν τα κύματα χάρτινα καραβάκια, πλαστικά αλογάκια, κούκλες, φυσερά, ποδηλατάκια. Ό,τι μπορείς και δεν μπορείς να φανταστείς. Φούσκωναν τα παιχνίδια, μεγάλωναν κι επέπλεαν. Σκαρφάλωναν οι ελαφροί κι έφευγαν με τον άνεμο. Ο άνεμος ήξερε το δρόμο. Ήξερε από την αρχή το μυστικό νησί που στέγνωνε αιώνες τώρα. Και φύλαγε στη σιωπή πίσω απ’ το βουητό του αυτή τη γνώση, για τη σωστή ώρα. Έστησα το μολύβι μου κατάρτι στο επιπλέον τετράδιό μου κι έφυγα πάνω στους αφρούς.
Ξέραμε ότι φτάναμε στο νησί. Δεν το βλέπαμε, όμως. Μόνο το περιτύλιγμά του: μια κουρτίνα ομίχλη. Που άνοιξε όταν φτάσαμε και μας έκρυψε μέσα της. Και μας έβγαλε μπροστά στο θαύμα. Μας περίμενε ένας αέρας που καθάρισε γρήγορα το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μας. Διέλυσε και τα τελευταία σύννεφα απ’ το νου μας. Αποβιβαστήκαμε σε φιλόξενες αμμουδιές. Δέντρα πυκνόφυλλα και καρποφόρα μας πήραν κάτω απ’ τη σκιά τους.
Η πρώτη νύχτα ήρθε χωρίς σκοτεινιά. Ο ουρανός φόρεσε τ’ αστέρια του πάνω σ’ ένα θαμπό γκριζογάλανο. Τα πουλιά χαμήλωσαν τον κελαηδισμό τους να μας νανουρίσουν. Το πρωί δοκιμάσαμε να σκεφτούμε όπως είχαμε μάθει: να μετρήσουμε πόσοι να καταγράψουμε ποιοι είμαστε εκεί, να ορίσουμε όρια, να αναθέσουμε αναθέσεις. Τα ζώα είχαν άλλη γνώμη. Μας έδειξαν το δρόμο ως τις κοντινές πηγές. Ήπιαμε και πλυθήκαμε το νερό που ερχόταν απ’ την καρδιά του νησιού που είχε ετοιμαστεί για μας. Για μας;
Τα λουλούδια μας εξήγησαν ότι εκείνοι που έμειναν πίσω δύσκολα θα έβρισκαν τον τρόπο να σκεφτούν διαφορετικά. Θα έστηναν τη ζωή τους από την αρχή επάνω στα ερείπια. Εμείς όμως είχαμε για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου την επιλογή να κάνουμε μια αληθινά νέα αρχή στη ζωή μας.
Θα μας στέλνεις τη συνέχειa? Πολύ ωραιο!
ReplyDeleteκαι βέβαια
ReplyDeleteχαίρομαι που το απόλαυσες