Sunday

η λίμνη

Η φετινή επέτειος είναι η πιο μεγαλειώδης απ’ όλες μέχρι σήμερα. Και οι εορτασμοί θα διαρκέσουν περισσότερες μέρες. Έχουν μάλιστα προσκληθεί άνθρωποι από άλλους μακρινούς τόπους, πέρα από τις θάλασσες, που δε γνώριζαν το νησί και δεν το σχεδίαζαν στους χάρτες του κόσμου. Έχουν περάσει κιόλας χίλια χρόνια από την αποβίβαση και πέντε αιώνες από την ίδρυση της πόλης.
Η Λεύκα ήταν τότε πολύ μικρή. Απομακρύνθηκε από τους γονείς της σ’ εκείνη την εκδρομή στους ψηλούς τόπους. Στην ησυχία του μεσημεριού, άκουσε το τραγούδι της λίμνης και το ακολούθησε. Ύστερα, όταν πια ο ήλιος πήγαινε να πλαγιάσει, άρχισε να το σιγοσφυρίζει. Το σφύριζε όλο και δυνατότερα καθώς έπαιρνε να βραδιάζει. Είχε αρχίζει να κουράζεται και ήθελε να έρθει η μητέρα της να την πάρει στη σκηνή και να τη βάλει για ύπνο.
Κανείς δεν ήξερε ότι αυτό ήταν το τραγούδι της λίμνης. Ούτε κατάλαβαν ότι ήταν η μικρή Λεύκα που το σφύριζε. Αλλά, αφού η ώρα περνούσε χωρίς να επιστρέφει, η μητέρα ζήτησε από τον αδελφό της να την καλέσει. Εκείνα τα χρόνια η επικοινωνία δεν είχε τελειοποιηθεί. Τα παιδιά, όμως – ένα παράξενο πράγμα, έλεγαν οι μεγάλοι – λες και είχαν γεννηθεί έτοιμα σε αυτό για το οποίο αιώνες τώρα οι γενιές ασκούνταν.
Ο Ευκάλυπτος κάλεσε την αδελφή του και είδε τη διαδρομή της. Έτσι, σε λίγο, κάτω απ’ το αργυρόλευκο φως της σελήνης που μόλις είχε ανατείλει πανσέληνη, βρέθηκε η οικογένεια στη ράχη του βουνού και είδαν μπροστά τους ν’ απλώνεται ένας απέραντος κήπος γύρω από μια απαστράπτουσα λίμνη κρυμμένη μέσα σ’ ένα γύρο ψηλά, περήφανα βουνά.
Κάλεσαν όλους τους ανθρώπους που κατοικούσαν το νησί. Και, ξαφνικά, οι ενήλικες διαπίστωσαν ότι ήταν ικανοί να επικοινωνούν με ευκολία. Τους κάλεσαν να έρθουν το πρωί στους ψηλούς τόπους. Και όσοι ήταν μακριά ξεκίνησαν αμέσως. Ενώ αυτοί που έμεναν σε πιο κοντινά μέρη ξεκίνησαν αξημέρωτα. Μερικοί ήρθαν εκείνη την ίδια ώρα. Γιατί από παλιά είχαν αρχίσει να ασκούνται στην άμεση μετακίνηση. Και κάποιοι νεότεροι είχαν γεννηθεί με την ικανότητα αυτή ενεργοποιημένη.
Το πρωί, καθώς η σελήνη έφευγε στη δύση κι ο ήλιος ερχόταν απ’ την ανατολή, τα περήφανα βουνά ήταν γεμάτα ανθρώπους στις ράχες τους. Είχαν έρθει όλοι, μικροί και μεγάλοι. Και πολλά ζώα. Και πουλιά, επίσης. Είχαν πετάξει σμήνη από τους χαμηλούς τόπους.
Στέκονταν εκεί έναν τεράστιο κύκλο κι ατένιζαν το οροπέδιο, την ομορφιά που τόσους αιώνες έμενε κρυμμένη απ’ την αντίληψή τους. Και, καθώς τους έλουζε το καλωσόρισμα του ήλιου και ο αποχαιρετισμός της σελήνης, το θαύμα έγινε. Εκείνα για τα οποία χρόνους και καιρούς προσπαθούσαν είχαν μόλις υλοποιηθεί. Ήταν πια όλοι ικανοί να επικοινωνούν με τη σκέψη. Επίσης, ήταν ικανοί να μετακινούνται με τη βούλησή τους. Ο απόλυτος και ολοκληρωτικός θαυμασμός τους καθάρισε οριστικά τις προθέσεις τους και ενεργοποίησε τις δυνατότητες τους.
Εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του εορτασμού των πεντακοσίων χρόνων από την αποβίβαση. Και είχε οριστεί αυτή η επέτειος να γιορταστεί στις πηγές του μεγάλου ποταμού. Εκεί έπρεπε να βρίσκονται τώρα, σκέφτονταν τη στιγμή που η σελήνη μόλις είχε κρυφτεί στα δυτικά του ορίζονται και ο ήλιος σκαρφάλωνε ψηλότερα στ’ ανατολικά του γαλάζιου θόλου. Και τότε η λίμνη άρχισε το τραγούδι της. Αργότερα, θα μάθαιναν ότι η λίμνη τραγουδούσε αδιάλειπτα, αλλά στους ανθρώπους τότε επέτρεψε ν’ ακούσουν το τραγούδι της.
Κάθισαν σιγά κι αθόρυβα όλοι χάμω στο χώμα ή το χόρτο, ακούμπησαν τη ράχη τους σ’ έναν κορμό ή ένα βράχο ή ο ένας στη ράχη του άλλου και άκουγαν μαγεμένοι για ώρες πολλές. Τους πήρε μεσημέρι ν’ αρχίσουν να βλέπουν μες στο νου τους αυτό που τραγουδούσε η λίμνη: ότι το οροπέδιο ήταν έτοιμο να τους φιλοξενήσει. Σηκώθηκαν αργά και κατηφόρισαν τις πλαγιές και τους πρόποδες των βουνών και χαμηλότερα την πεδιάδα γύρω από τη λίμνη ως τις όχθες της. Και καθένας στάθηκε στη θέση που θα φιλοξενούσε το σπίτι του.
Ήταν πάλι η Λεύκα που άρχισε να σφυρίζει το τραγούδι της λίμνης. Ύστερα και ο Ευκάλυπτος. Σε λίγο και τα άλλα παιδιά που στέκονταν εκεί γύρω. Πολύ γρήγορα όλα τα παιδιά γύρω από τη λίμνη σφύριζαν το τραγούδι της.
Ο ήλιος μεσουρανούσε όταν ξεκίνησαν για τις πηγές του μεγάλου ποταμού, που ξεπηδούσαν στις πλαγιές του πιο μεγάλου βουνού στα νότια του οροπεδίου απ’ την έξω πλευρά. Τα παιδιά βάδισαν ως εκεί σφυρίζοντας το τραγούδι της λίμνης. Και το πήρε ο ποταμός και το ταξίδεψε ως τη θάλασσα. Και το πήρε ο αφρός και το ψιχάλισε σε όλο το γύρο της ακρογιαλιάς. Και το πήραν τα πουλιά που πήγαν όλο το δρόμο ως τις πηγές στους ώμους των παιδιών και το κελάηδησαν από δέντρο σε δέντρο σε όλο τον κάμπο. Ως το δειλινό όλο το νησί γνώριζε ότι το οροπέδιο που κρυβόταν μέσα απ’ τους ψηλούς τόπους θα φιλοξενούσε στο εξής τους ανθρώπους που το κατοικούσαν.

No comments:

Post a Comment