Sunday

η συγγνώμη

Η Αυγή μόλις που είχε αρχίσει να σηκώνεται στα πόδια της εκείνες τις μέρες. Έπαιζε με τον μαλακό της αρκούδο επάνω στο χαλί, όταν πέρασαν απ’ το παράθυρό της τα πουλιά με το τραγούδι που είχε στείλει το νησί. Είχε καθίσει πάνω στην κοιλιά του και έριχνε τις μπούκλες και το παιδικό της γέλιο στο πρόσωπό του, όταν το μεγάλο κύμα χτύπησε το σπίτι και τους σήκωσε στους αφρούς του.
Βγήκαν στην παραλία με τα διάφανα βότσαλα, κοντά στην εκβολή της ποταμιάς, που αργότερα μας είπε ότι το όνομά της ήταν Σειρήνα. Η Αυγή έδωσε το χέρι της στον Οδυσσέα και σηκώθηκαν και περπάτησαν σαν πάντα να περπατούσαν και πλησίασαν τις καλαμιές ήσυχα. Σε λίγο άρχισαν να συνομιλούν μαζί τους. Ένας ψίθυρος, ένα σφύριγμα, μια μουσική ερχόταν από το μέρος τους. Το μικρό κορίτσι και ο αρκούδος φίλος της μίλησαν πρώτα τη γλώσσα του νησιού.
Έτσι έγινε με πολλά παιδιά και με πολλά παιχνίδια. Στους μεγαλύτερους πήρε καιρό να μάθουμε να συνομιλούμε με τα πλάσματα. Αλλά τα μόρια μιας άλλης σοφίας περνούσαν μέσα μας με την αναπνοή και μας επέτρεψαν ν’ αφήσουμε τα παιδιά να γίνουν διερμηνείς και οδηγοί μας.
Ένα πρωί, ένα δελφίνι φάνηκε στην ακτή. Ήταν ο Μπάτης. Πήρε την Αυγή στους ώμους του κι έφυγαν. Την πήγαινε στον πατέρα της. Είχαμε αποβιβαστεί σε όλο το γύρο του νησιού. Κάθε τόσο, μαθαίναμε απ’ τα πουλιά για κάποιον δικό μας που είχε βγει σε μια άλλη παραλία.
Όταν εκείνος ο μικρός σπουργίτης ήρθε και κάθισε στον ώμο της Αυγής και της τραγούδησε τα νέα, το μικρό κορίτσι πέταξε από τη χαρά του. Κυριολεκτώ. Υψώθηκε από το έδαφος κι αιωρήθηκε στο ρυθμό του γέλιου της. Επιθυμούσε τόσο πολύ η καρδιά της να σκαρφαλώσει την αγκαλιά του πατέρα της. Κι ένας γλάρος πέταξε στ’ ανοιχτά και κάλεσε το Μπάτη.
Ήταν η πρώτη οικογενειακή συνάντηση. Κι έγινε μεγάλη χαρά και γιορτή και κατά το απογευματάκι σε όλο το νησί απλώθηκε μια γλυκιά θλίψη, μια νοσταλγία μαζί με ανακούφιση, ένας βαθύς στεναγμός που μας αλάφρωσε από το φορτίο του λάθους.

Όλοι έστρεψαν προς τη θάλασσα καθώς ο Μπάτης και η Αυγή έφταναν με χαρές και τραγούδια. Κι ο Όμηρος έτρεξε κι έπεσε μες στο νερό και πήρε την αγαπημένη του κόρη και τη σήκωσε ψηλά και το φως της τον έκρυβε απ’ το φως του ήλιου.
- Να ψάξουμε, της είπε αργότερα. Μπορεί κι ο αδελφός σου κι η μητέρα σου να είναι εδώ. Να τους βρούμε, να γίνουμε πάλι οικογένεια εμείς. Να έχουμε ο ένας στον άλλο.
Η Αυγή τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του πατέρα της. Ακούμπησε την παιδική της μύτη στη δική του. Κι έστειλε μια αχτίδα απ’ το φως των ματιών της βαθιά μέσα στα μάτια του.
- Συγνώμη, είπε εκείνος σε λίγο. Συγνώμη, παιδί μου. Συγνώμη.
Το κορίτσι γύρισε κι ακούμπησε τη ράχη στο στέρνο του πατέρα της κι έβλεπε μακριά τη θάλασσα και τον άκουγε να μιλάει στον εαυτό του. Κι όλοι πλησίασαν και κάθισαν γύρω και τον άκουγαν να μιλάει μέσα τους.
- Δροσερή είναι η φρέσκια σκέψη. Όπως η τροφή που μας προσφέρει τόσο γενναιόδωρα αυτός ο φιλόξενος τόπος. Στον παλιό τρόπο γλίστρησα για μια στιγμή. Αλλά, ας μην επαναλάβουμε εκείνα που είναι δοκιμασμένα εκεί απ’ όπου ερχόμαστε και ξέρουμε ότι είναι βλαβερά. Όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί. Ήταν ψεύτικη η ανάγκη να ξεχωρίζουμε διαρκώς εμάς από τους άλλους. Χίλιων δυο λογιών σύνορα χτίζαμε από φόβο και το φόβο οικοδομούσαμε εντός τους. Μια οικογένεια η ανθρωπότητα σε άπειρες οικογένειες κομματιασμένη. Οι γονείς χρησιμοποιούσαμε το ρήμα ‘αποκτώ’ για τα παιδιά μας. ‘Απέκτησα την κόρη μου’ έλεγα κι εγώ όταν γεννήθηκες. Τι ψέμα! Αιώνες ψέματα. Στο τέλος μοιάζανε γι’ αλήθειες. Νομίζαμε ότι ο ένας ανήκει στον άλλο. Διδασκόμαστε κι εκπαιδευόμαστε να δεσμεύουμε τους εαυτούς μας σε άλλους και να δεσμεύουμε τους άλλους σε μας. Αγκιστρωνόμαστε από το ρόλο και περιοριζόμαστε σε ό,τι εκείνος επέτρεπε. Δυο ή τρία διαφορετικά κοστούμια ν’ αλλάζουμε, να νομίζουμε ότι απολαμβάνουμε ποικιλία επιλογών. Δυο ή τρεις διαφορετικές συμπεριφορές, με προβλέψιμη ανταπόκριση. Καταναλώναμε τους κόπους μας για να καταναλώνουμε ότι μας προσφερόταν, όχι ελεύθερα – και είμαστε περήφανοι να πληρώνουμε το ακριβότερο τίμημα. Αλλά τώρα, ας συγχωρήσουμε τους εαυτούς μας για την εμπλοκή μας σε αυτό το παρελθόν. Ώστε να απολαύσουμε την καινούργια ζωή που μας δόθηκε ως αληθινά καινούργια. Να δοκιμάσουμε την επικοινωνία και την ενότητα. Πήγαινε, αγαπημένη μου, εκεί που επιθυμείς να βρίσκεσαι. Κι όταν η καρδιά σου με καλέσει θα με φέρει ο Μπάτης να σ’ επισκεφτώ.
Σηκώθηκαν όλοι και κατηφόρισαν μαζί ως τη θάλασσα κι ένα τραγούδι συγγνώμης και συγχώρεσης κελάρυζε απ’ τα χείλη τους. Το πήραν οι απογευματινοί άνεμοι στα φτερά τους και το ταξίδεψαν σε όλο το νησί. Και όλοι οι άνθρωποι το τραγούδησαν και το χόρεψαν μόλις λίγο πάνω από το έδαφος. Και ήταν αυτό το πρώτο μεγάλο ευχαριστώ τους στο νησί και τα πλάσματά του που τους πρόσφεραν όλα τα αγαθά δίχως να ζητούν αντάλλαγμα.
- Σ’ έχω στην καρδιά μου, Ελεύθερε, είπε η Αυγή, αποδίδοντας στον πατέρα της το νέο του όνομα. Σε λίγο ο Μπάτης την έφερε εκεί όπου είχε αρχικά βγει. Και ο Οδυσσέας την περίμενε.

No comments:

Post a Comment