Sunday

η αίθουσα

Ο πυρετός της αναμονής ίδρωνε τις προετοιμασίες. Η αγωνία των προσδοκιών έτρεχε πάνω κάτω να βάλει κάθε τι στη θέση του, να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους.
Η αίθουσα καθαρίστηκε με κάθε φροντίδα, με τα πιο αρωματικά σαπούνια. Στρώθηκαν χαλιά, που περίμεναν ολόκληρο το χρόνο φυλαγμένα, φυλάγοντας μέσα στο τύλιγμά τους φλοιούς κέδρου. Ο χώρος ντύθηκε τις μυρωδιές και τις εικόνες του δάσους. Στα χαλιά είχαν υφανθεί δένδρα ανθόγιομα και δένδρα καρποφόρα από τα αρχαία δάση και από τους παλιούς καιρούς, όπως τα είχε αποκαλύψει το νησί στους κατοίκους του αυτά τα χίλια χρόνια που μυστικά τους φιλοξενούσε.
Κρεμάστηκαν σε όλο το γύρο, μέσα από τα χρωματιστά τζάμια που περικύκλωναν τον εξάγωνο χώρο, λινομέταξες κουρτίνες, που στο πλέξιμο τους και στο χρώμα απέδιδαν το νερό που πέφτει με τη βροχή. Για τις κατάλληλες ώρες ήταν προετοιμασμένο ποια παράθυρα θα άνοιγαν, ώστε να φτάσει ως μέσα στην αίθουσα το τραγούδι από τα σιντριβάνια της αυλής.
Τοποθετήθηκαν ύστερα τα τραπέζια. Στο κέντρο το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, για εκείνους που ήταν να τιμηθούν. Γύρω τα μικρότερα σε σχήμα ελλειπτικό, για τις συντροφιές των καλεσμένων. Απλωμένα επάνω στο ζωντανό σκούρο ξύλο τραπεζομάντιλα, όπου είχαν κεντηθεί ολοζώντανα όλα τα λουλούδια, που καλωσόρισαν τους ανθρώπους που αποβιβάστηκαν εκείνη τη μέρα στο νησί.
Το μεγάλο στρογγυλό τραπεζομάντιλο, κεντημένο όταν η γιαγιά ήταν ακόμα νέα, είχε αναπαραστήσει την ένωση των ανθών των δύο φυτών, όπως την τραγούδησαν κάποτε, τις πρώτες μέρες μετά την αποβίβαση τα δέντρα. Κανείς δεν είχε δει ως τώρα τα μαγικά φυτά. Μόνο κάποια παλιά τραγουδιστά παραμύθια μιλούσαν γι' αυτά:

... Έτσι εκστρατεύτηκαν την έκσταση
Του αργυροφόρου ο ανθός
Και το λουλούδι του χρυσόδοχου
Έως ότου το κεχριμπαρένιο σμίξιμό τους
Πήρε να ταξιδεύεται το σχηματισμό του ...

Αλλά το νησί είχε υποσχεθεί αυτό το θαύμα για τη μεγαλύτερη ημέρα της ιστορίας του, τη χιλιοστή επέτειο από τη μέρα που κατοικήθηκε από το αγαπημένο γένος του ανθρώπου. Το πρωί τα δυο μυθικά φυτά θα είχαν φυτρώσει στη μέση του μεγάλου κήπου της πόλης, ακριβώς μπροστά από τη βεράντα της αίθουσας που φιλοξενούσε το γιορταστικό τραπέζι. Και το μεσημέρι, ακριβώς το μεσημέρι αυτής της πιο μεγάλης ημέρας του χρόνου, θα άνθιζαν. Θα άνθιζαν για πάντα. Έτσι είχε υποσχεθεί το νησί, όπως έλεγαν τα τραγούδια στις φυλλωσιές των δέντρων τ’ απογεύματα και τα τραγούδια που κελαηδούσαν πριν την αυγή τα πουλιά.
Στο κέντρο του κάθε τραπεζιού, επάνω σε ειδική για την περίσταση χαλκοσκαλισμένη θέση, τοποθετήθηκαν οι κρύσταλλοι που μετασχημάτιζαν το φως. Στο κεντρικό τραπέζι εναποτέθηκε πολύ προσεκτικά το μεγάλο πρίσμα. Έμεινε όμως σκεπασμένο με την μεταξόμαλλη κουκούλα του, που είχε το χρώμα της νύχτας, ως την ώρα του εσπερινού της παραμονής.
Σε φυλλαράκια από μπρούτζο ήταν γραμμένα, ένα γύρο σε όλα τα τραπέζια, τα ονόματα των καλεσμένων μπρος απ’ τη θέση καθενός. Αυτό γινόταν για πρώτη φορά. Γιατί πρώτη φορά, φέτος, το νησί ζήτησε να προσκληθούν άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου στη γιορτή του. Φυσικά, όλοι οι κάτοικοι του νησιού γνώριζαν πολύ καλά τους επισκέπτες. Εκείνοι, όμως, λίγο μπορούσαν να τους γνωρίζουν και μόνο αυτούς με τους οποίους είχαν συνομιλήσει, αφού ακόμα δεν είχαν διδαχτεί την επικοινωνία. Για διευκόλυνσή τους, λοιπόν, τηρήθηκε αυτή η συνήθεια που είχαν στους τόπους τους.
Στο διπλανό οίκημα, οι κουζίνες έσφυζαν από την κίνηση της τελευταίας ημέρας για προετοιμασία. Υπήρχαν πολλά που έπρεπε να γίνουν ακριβώς σήμερα. Δε γινόταν να έχουν γίνει νωρίτερα. Ούτε μπορούσαν να μείνουν για την τελευταία ώρα. Και πλέον οι εργασίες δεν θα διακόπτονταν ως μετά το τέλος της γιορτής. Αλλά είχαν τακτοποιήσει ένα συνετό πρόγραμμα, ώστε, αλλάζοντας βάρδιες, όλοι να βρεθούν για κάποιες ώρες ανάμεσα στους καλεσμένους της αυλής.
Αργά το απόγευμα παρατέθηκαν τα σερβίτσια. Και, καθώς σκίαζε η εσπέρα, η οικοδέσποινα μπήκε στο διάφανο χώρο για τον τελευταίο έλεγχο. Έκλεισε καλά τα παράθυρα, να μη φτάνουν οι θόρυβοι από τα γύρω οικήματα και την αυλή, να ξεκουραστεί η αίθουσα όλη τη νύχτα και να προετοιμαστεί. Πλησίασε τα καθίσματα ένα ένα, μιλώντας τους για τον καθένα, που την επομένη θα φιλοξενούσαν.
Ύστερα ξεσκέπασε το πρίσμα του φωτός. Η μέρα δεν είχε φύγει εντελώς και χίλια χρώματα έγιναν για λίγο και έφευγαν σιγά σιγά, από το φως που ρούφηξε ο κρύσταλλος. Αλλ' αυτός δεν θα έσβηνε τελείως. Ο διάφανος θόλος, σκιτσογραφημένος με πινέλα βουτηγμένα στο χρυσάφι και το ασήμι, που κάποτε είχαν περιγράψει τα πουλιά, έμενε ανοιχτός στο φως της νύχτας. Και ο μεγάλος κρύσταλλος σε αυτό το σχήμα είχε αυτή τη δυνατότητα: ρουφούσε το φως όσο αδύναμο αν ήταν και απ' όσο μακριά κι αν ερχόταν. Τέλος, βγήκε κι εκείνη από την αίθουσα, κλείνοντας πίσω της ήσυχα μα σίγουρα.
Εκτός από τη βάρδια στις κουζίνες, όλοι πήγαν νωρίς στα διαμερίσματα τους. Ο χρόνος έμοιαζε λίγος για να ξεκουραστούν και να προετοιμαστούν, ως την τελευταία λεπτομέρεια, όπως θα ήθελαν. Ο χρόνος έμοιαζε πολύς για να περιμένουν έως το πρωί, που θα άνοιγε η πόρτα και ο κόσμος όλος θα ερχόταν.
Η νύχτα κύλησε και η ημέρα ξημέρωσε.

2 comments:

  1. Νέος κόσμος εδώ; Διηγηματικός;
    Καλημερα κι απο μένα
    :)

    ReplyDelete
  2. Ο παλιός, καλός, γνώριμος κόσμος της (παιδικής;) φαντασίας. Έχει διανύσει τα χρονάκια του μες στα συρτάρια μου. Και τώρα, δεν είναι και πολύ σίγουρος, αλλά να, κάτι τον σπρώχνει επίμονα να βγει να γνωρίσει τον κόσμο καινούργιος.

    ReplyDelete