Η πληγή της αγωνίας ήταν η τελευταία που θεραπεύτηκε, ωστόσο. Οριστικά, πεντακόσια χρόνια αργότερα, στους υψηλούς τόπους. Τότε, θυμάμαι, αντιλήφθηκα το τελικό της ρίγος να διατρέχει ασθενικά το νησί. Και τη στιγμή που η λίμνη άρχισε την ωδή της, η λέξη είχε περάσει στην ιστορία της γλώσσας. Ως τότε γεννιόταν μες στα παιδιά μας ακόμα κι από εκείνους που την είχαμε θεραπεύσει πριν τα γεννήσουμε – όπως νομίζαμε.
Αλλά εκείνο το πρώτο καλοκαίρι, αν και το μόνο που θέλαμε ήταν να μην τελειώσει, δεν τα καταφέρναμε να μην αναρωτιόμαστε για το χειμώνα που ερχόταν. Το νησί έδειξε κατανόηση στην απιστία μας. Και τα πλάσματα ανέλαβαν να μας ξεναγήσουν από νωρίς στα χειμαδιά μας. Η ημέρα είχε αρχίσει σταδιακά και σταθερά να μικραίνει. Πριν την αυγή, μια ελαφριά ψυχρούλα μας έκανε να γυρίζουμε πλευρό. Και, αν και τα φύλλα των δέντρων μας αγκάλιαζαν πολύ τρυφερά, κάποιες φορές ξυπνούσαμε μες στο φως της νύχτας.
Εκείνο το πρωί – δεν άντεξα – στριφογύρισα λίγο στην αγκαλιά της ιτιάς που φιλοξενούσε τον ύπνο μου κι ανασηκώθηκα. Κοίταξα έξω, ψηλά, μακριά μέσα στο αργυρόγλαυκο φως τα σμήνη των χρυσάχτιδων άστρων και τη σελήνη, πάλλευκη και πλήρη, να έχει γείρει στο πλάι του θόλου. Η ιτιά ξύπνησε μαζί μου – ή, ίσως, ήταν ήδη ξύπνια.
«Δε θα κοιμηθώ πάλι,» της είπα. «Θα μείνω να σκεφτώ.» Κι ακούμπησα τη ράχη μου στο παχύ κλαδί στην άκρη του κρεβατιού μου.
«Μπορείς να σκεφτείς χωρίς ερωτήσεις;» με ρώτησε. «Δηλαδή,» απάντησε πριν προφέρω την ερώτηση που σχημάτισε ο νους μου, «αντί ν’ αγωνιάς για το πώς θα είναι, ν’ αποφασίσεις πώς θέλεις να είναι. Ν’ αποφασίσεις πώς θα είναι,» κατέληξε αποφασιστικά. Και σώπασε.
Και δεν μπορούσα να σκεφτώ χωρίς ερωτήσεις. Πώς θα είναι; Πώς θα είναι ο χειμώνας μας μέσα στις σπηλιές; Πώς θα διοχετεύουμε τα ζεστά νερά για θέρμανση; Πώς θα κάνουμε αργαλειούς; Πώς θα φτιάξουμε ρούχα απ’ το μαλλί που αφήνουν εκεί τα ζώα; Οι ερωτήσεις γεννούσαν ερωτήσεις και οι απαντήσεις απαιτούσαν πολύ κόπο.
Πήγαινε να με πάρει πάλι ο ύπνος όταν αποφάσισα ν’ αφήσω τη φαντασία μου να με παρηγορήσει. Θυμήθηκα ότι στον παλιό κόσμο συνήθιζα να ονειροπολώ και να φτιάχνω μαγικές ιστορίες. Οι αγαπημένες μου ιστορίες. Τα θαύματα εκεί ήταν κοινός τόπος. Όπως εδώ, δηλαδή.
Πήγα με το νου μου ως τις σπηλιές που είχα δει από μακριά. Κι εκεί, ζήτησα από την καρδιά μου να με οδηγήσει εντός τους. Στην αρχή ήταν σκοτεινά. Όχι όπως ήξερα το σκοτάδι από τον παλιό κόσμο. Ούτε όπως ήταν η νύχτα στο νησί. Κάπως ανάμεσα. Χρειαζόταν, σίγουρα, φωτισμός στις σπηλιές. Και, ναι, μπορούσα ν’ αποφασίσω πώς ήθελα να φωτίζονται αυτοί οι γενναιόδωροι χώροι. Τοποθέτησα ολόγυρα, σε όποια θέση μπορούσε να είναι κατάλληλη, χαμηλά ή και ψηλότερα, σε κάθε εσοχή των βράχων, μικρά και μικρότερα γλαστράκια. Το καθένα είχε ένα φυτό με λίγα πράσινα φύλλα κι ένα μεγάλο στρογγυλό άνθος που άπλωνε γύρω το φως του χρώματός του.
Όταν ξύπνησα, άκουσα μια φλυαρία, μια βοή ν’ απομακρύνεται. Θυμήθηκα το σπίτι που μεγάλωσα: πώς ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της πόλης. Το αγαπημένο μου ελάφι περίμενε να ξυπνήσω για να με οδηγήσει στις σπηλιές. «Δεν ήξερα ότι θα πηγαίναμε στις σπηλιές σήμερα.» «Δεν ήταν για σήμερα. Αλλά κάτι συνέβη, καθώς φαίνεται, αυτή τη νύχτα.»
Ανηφορίζαμε κι οι ερωτήσεις διέτρεχαν το νου μου: πώς θα είναι; Διασχίσαμε το καλοκαιρινό περιβόλι και πήραμε ένα μονοπάτι ανάμεσα στον ελαιώνα και τον πορτοκαλεώνα. Τα δέντρα ανάπτυσσαν τους καρπούς που θα μας πρόσφεραν σε λίγο καιρό. Ψηλότερα στους λόφους τα δάση εναλλάσσονταν με τους βράχους. Ο Εράλδιος με οδήγησε σε μια είσοδο που δε φαινόταν παρά όταν έφτανες μόλις ένα βήμα πριν. Αναρωτήθηκα από τι κινδύνους άραγε θα μας προστάτευε και άκουσα το γέλιο του αγαπημένου μου φίλου. «Τίποτα τρομερό,» είπε, απαντώντας στην αγωνία μου. «Από τον άνεμο μόνο. Το χειμώνα ο άνεμος φτάνει δυνατός και παγωμένος εδώ. Αλλά ήδη αυτό έχει αρχίσει ν’ αλλάζει. Τα τελευταία χρόνια η φύση έχει μαλακώσει πολύ. Από τότε που κατοικήθηκε το νησί, ακούει τα πλάσματα και τα προστατεύει από τον πόνο που προκαλεί το παιχνίδι των δυνάμεων.»
Μπήκαμε πίσω από τους άλλους σ’ εκείνη τη σπηλιά. Κάποιοι είχαν μπει σε άλλες σπηλιές. Ή, όπως ανακάλυψα αργότερα, είχαν μπει στη μεγάλη σπηλιά αυτού του λόφου από άλλες εισόδους. Πρώτα άκουσα τα επιφωνήματα του θαυμασμού τους. Κι αμέσως έμεινα κι εγώ άφωνη κι έκπληκτη. Ιδού, μπρος στα μάτια μου, σε κάθε εσοχή των βράχων, τα γλαστράκια που έφτιαξα στην ονειροπόλησή μου, με τους ανθούς τους να φωτίζουν σε όλα τα χρώματα.
Ο Εράλδιος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα πλάσματα που βρίσκονταν εκεί και περάσαμε μπροστά. Συνεχίσαμε και μας ακολούθησαν ως που βρεθήκαμε στη μεγάλη κεντρική αίθουσα. Εκεί συναντηθήκαμε όλες οι παρέες που είχαμε μπει από κάθε είσοδο στον εσωτερικό τόπο αυτού του λόφου.
«Κάποιος αυτή τη νύχτα ονειρεύτηκε τα άνθη που μαζί με την ευωδιά τους εκπέμπουν φωτισμό. Το νησί υλοποίησε αυτό το όνειρο για όλους,» είπε ο Εράλδιος. Και όλοι τον άκουσαν με προσοχή.